Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το ανδραγάθημα

См. также в других словарях:

  • ἀνδραγάθημα — brave neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανδραγάθημα — το (Α ἀνδραγάθημα) η γενναία πράξη, το κατόρθωμα …   Dictionary of Greek

  • ανδραγάθημα — το ηρωικό κατόρθωμα: Καυχιόταν πάντα για το ανδραγάθημά του εκείνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνδραγαθημάτων — ἀνδραγάθημα brave neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδραγαθήμασι — ἀνδραγάθημα brave neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδραγαθήμασιν — ἀνδραγάθημα brave neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδραγαθήματα — ἀνδραγάθημα brave neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδραγαθήματι — ἀνδραγάθημα brave neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδραγαθήματος — ἀνδραγάθημα brave neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαθοεργία — Αν και στην πράξη συχνά συγχέεται με την έννοια της κοινωνικής αντίληψης, o όρος προσδιορίζει ακριβώς την κάθε μορφής βοήθεια, που αποβλέπει να ανακουφίσει τους φτωχούς και τους απόρους από τις δυσκολίες τους, προϋποθέτει δε γενικά την ιδιωτική… …   Dictionary of Greek

  • ανδραγαθία — η (AM ἀνδραγαθία) γενναιότητα, παληκαριά, ηρωισμός νεοελλ. μσν. ανδραγάθημα, κατόρθωμα αρχ. γενναιότητα και τιμιότητα μαζί, ο χαρακτήρας του τέλειου άντρα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»