-
1 подвиг
подвиг м το ανδραγάθημα, το κατόρθωμα* совершить \подвиг κάνω κατόρθωμα (или ανδραγάθημα)* * *мτο ανδραγάθημα, το κατόρθωμαсоверши́ть по́двиг — κάνω κατόρθωμα ( или ανδραγάθημα)
-
2 героический
-
3 подвиг
подвигм τό ἀνδραγάθημα, τό κατόρθωμα, ὁ ἄθλος:боевой \подвиг τό πολεμικό ἀνδραγάθημα· трудовой \подвиг ὁ ἄθλος δουλείας· совершить \подвиг κάνω κατόρθωμα -
4 героический
герои||ческийприл ήρωίκός:\героическийческий подвиг τό ἀνδραγάθημα, τό ήρωΐκό κατόρθωμα. -
5 героический
επ.ηρωικός•героический подвиг ηρωικό κατόρθωμα, ανδραγάθημα•
-ие усилия ηρωικές προσπάθειες.
εκφρ.- эпос – ηρωικό έπος.
См. также в других словарях:
ἀνδραγάθημα — brave neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανδραγάθημα — το (Α ἀνδραγάθημα) η γενναία πράξη, το κατόρθωμα … Dictionary of Greek
ανδραγάθημα — το ηρωικό κατόρθωμα: Καυχιόταν πάντα για το ανδραγάθημά του εκείνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνδραγαθημάτων — ἀνδραγάθημα brave neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθήμασι — ἀνδραγάθημα brave neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθήμασιν — ἀνδραγάθημα brave neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθήματα — ἀνδραγάθημα brave neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθήματι — ἀνδραγάθημα brave neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθήματος — ἀνδραγάθημα brave neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαθοεργία — Αν και στην πράξη συχνά συγχέεται με την έννοια της κοινωνικής αντίληψης, o όρος προσδιορίζει ακριβώς την κάθε μορφής βοήθεια, που αποβλέπει να ανακουφίσει τους φτωχούς και τους απόρους από τις δυσκολίες τους, προϋποθέτει δε γενικά την ιδιωτική… … Dictionary of Greek
ανδραγαθία — η (AM ἀνδραγαθία) γενναιότητα, παληκαριά, ηρωισμός νεοελλ. μσν. ανδραγάθημα, κατόρθωμα αρχ. γενναιότητα και τιμιότητα μαζί, ο χαρακτήρας του τέλειου άντρα … Dictionary of Greek